- Πηλιορείτης
- ο, θηλ. Πηλιορείτισσα, Ναυτός που κατάγεται από το Πήλιο ή κατοικεί σ' αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πήλιο + ορείτης (< όρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πηλιορείτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από το Πήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Τάντα — (Tantah). Πόλη της Κάτω Αιγύπτου, πρωτεύουσα της επαρχίας Γκαρμπία (283.240 κάτ.). Η πόλη βρίσκεται στο μέσο του Δέλτα και, στη σιδηροδρομική γραμμή Καϊρου Αλεξάνδρειας. Η περιοχή της παράγει ζάχαρη και βαμβάκι. Η Τ. έως τα μέσα του 19ου αι. ήταν … Dictionary of Greek